Παρασκευή 12 Ιουνίου 2009

Πρακτικά 11ης συνάντηση (09.06.2009)

Επιμέλεια: Ελευθερία Κυρίτση, Μαριάννα Παπαδοπούλου
(από σελ. 87 «Αργότερα οι άνθρωποι» έως σελ. 89 «…στη βάση της εμπορευματικής παραγωγής».)

Ο Μαρξ επισημαίνει ότι παρά τη σπουδαιότητα της επιστημονικής ανακάλυψης ότι τα προϊόντα εργασίας δεν είναι τίποτε περισσότερο από εμπράγματες εκφράσεις της ανθρώπινης εργασίας που δαπανήθηκε για την παραγωγή τους, δεν καταρρίφθηκε τελικά η πλάνη η οποία πίσω από μία καθορισμένη κοινωνική σχέση των ίδιων των ανθρώπων βλέπει σχέσεις ανάμεσα σε πράγματα.
Στην πραγματικότητα αυτό που απασχολεί εκείνους που ανταλλάσσουν προϊόντα, είναι το πόσα προϊόντα θα λάβουν έναντι του δικού τους προϊόντος. Ενδιαφέρονται δηλαδή μονάχα για τις αναλογίες που ισχύουν κατά την ανταλλαγή προϊόντων. Όπως τονίζει μάλιστα ο Μαρξ, φτάνει κάποια στιγμή κατά την οποία οι αναλογίες αυτές λόγω της συνεχούς επανάληψης και της συνήθειας αποκτούν σταθερότητα, με αποτέλεσμα να δίνουν την εντύπωση ότι πηγάζουν από την ίδια τη φύση των προϊόντων εργασίας. Εκείνο που παγιώνει τελικά τον αξιακό χαρακτήρα των προϊόντων εργασίας είναι η ίδια η πραγματοποίησή τους σαν αξιακά μεγέθη. Χαρακτηριστικό γνώρισμα των αξιακών μεγεθών είναι ότι αυτά μεταβάλλονται ανεξάρτητα από τη θέληση των προσώπων που κατέχουν τα προϊόντα εργασίας και κάνουν την ανταλλαγή. Φαίνεται δηλαδή λες και τα πρόσωπα δεν μπορούν να ελέγξουν μία κοινωνική κίνηση η οποία εκπορεύεται από τους ίδιους. Ακόμη και οι ατομικές εργασίες, αν και ασκούνται ανεξάρτητα η μία από την άλλη, συνδέονται ωστόσο μεταξύ τους στη βάση του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας. Κι αυτό γιατί ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας που είναι απαραίτητος για την παραγωγή τους, επιβάλλεται βίαια με τη μορφή ρυθμιστικού φυσικού νόμου στις τυχαίες ανταλλακτικές σχέσεις των προϊόντων των ατομικών εργασιών. Σε κάθε περίπτωση όμως, είναι απαραίτητο να έχει ολοκληρωθεί η ανάπτυξη της εμπορευματικής παραγωγής, προκειμένου η επιστημονική αυτή κατανόηση να επικρατήσει τελικά σαν γνώση που επιβεβαιώνεται μέσα από την ίδια την εμπειρία. Η ανακάλυψη ότι το μέγεθος της αξίας καθορίζεται από το χρόνο εργασίας αναιρεί την απατηλή όψη ότι τα αξιακά μεγέθη των προϊόντων εργασίας καθορίζονται τυχαία, δεν αναιρεί όμως την εμπράγματη μορφή τους.
Όπως αναφέρει ο Μαρξ, πρώτα ολοκληρώνεται ένα προτσές ανάπτυξης και γίνονται ορατά τα αποτελέσματά του, κι έπειτα κατανοείται το περιεχόμενο και ο τρόπος λειτουργίας αυτού του προτσές. Έτσι, το μέγεθος της αξίας προσδιορίστηκε μονάχα όταν έγινε η ανάλυση των τιμών των εμπορευμάτων, ενώ η παγίωση του αξιακού χαρακτήρα των εμπορευμάτων έγινε μετά την χρηματική έκφραση των εμπορευμάτων. Ο ίδιος μάλιστα ασκεί κριτική στην Πολιτική Οικονομία της εποχής του λέγοντας ότι η εδραίωση της ολοκληρωμένης μορφής των εμπορευμάτων –δηλαδή η χρηματική μορφή- αντί να αποκαλύψει τον κοινωνικό χαρακτήρα των ατομικών εργασιών και τις κοινωνικές σχέσεις των παραγωγών τους, τις συγκάλυψε.
Γύρω από τις σχέσεις παραγωγής του εμπορευματικού τρόπου παραγωγής, λοιπόν, οι οποίες είναι ιστορικά καθορισμένες, διαμορφώνονται και οι αντίστοιχες μορφές νόησης. Μόλις όμως βρεθούμε σε άλλες μορφές παραγωγής εξαφανίζεται ο μυστικισμός εκείνος που ξεδιπλώνεται στη βάση της εμπορευματικής παραγωγής και καλύπτει σαν με ένα πέπλο τα προϊόντα της εργασίας.

Πρακτικά 10ης συνάντηση (25.05.2009)

Επιμέλεια: Γιώργος Σάμιος

Βιβλίο Πρώτο:
Μέρος Πρώτο: Εμπόρευμα και Χρήμα
Κεφάλαιο Πρώτο: Το Εμπόρευμα
(από «Γενικά τα αντικείμενα χρήσης» έως «κοινωνικό ιερογλυφικό», σελ. 86 -87).


Τα εμπορεύματα διαφέρουν από τα αντικείμενα χρήσης κατά το ότι είναι αποτελέσματα ιδιωτικών εργασιών από ανεξάρτητους παραγωγούς, έστω και αν πρόκειται για συλλογικότητες, αφού στο εσωτερικό της γραμμής παραγωγής οποιασδήποτε μονάδας το πλήθος των εργασιών δεν διαμεσολαβείται από την ανταλλαγή. Η ύπαρξη ανεξάρτητων παραγωγών με τη σειρά της προϋποθέτει το απελευθερωμένο από τη φεουδαρχία άτομο με συνέπεια οι αυτόνομες εργασίες των ιδιωτών να παραπέμπουν στον καπιταλισμό.
Η συνολική εργασία της κοινωνίας είναι το σύνολο αυτών των μεμονωμένων εργασιών. Η επισήμανση του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας είναι εδώ οντολογική με την έννοια ότι οι άνθρωποι για να παράγουν συνεργάζονται καθιστώντας απαραίτητη τη σύνδεσή τους σε ένα σύμπλεγμα. Πρόκειται για το αποτέλεσμα ενός επιχειρήματος με έντονη χρονικότητα, αφού η αρχική κατάτμηση της εργασίας σε ανεξάρτητες ιδιωτικές καταλήγει στην επανένωσή τους σε συνολική.
Σημειώνεται έτσι μια πρώτη ανατροπή του χαρακτήρα της εργασίας από το ειδικό ανθρώπινο που χαρακτηρίζει την ιδιωτική εργασία στον κοινωνικό χαρακτήρα της που προϋποθέτει μια τέτοιου τύπου οντολογική προσέγγιση και τη διαδικασία της ανταλλαγής. Εμφανίζεται έτσι εκ νέου η ιδιότυπη συνομιλία του Μαρξ με την Εγελιανή φιλοσοφία που διατρέχει το κείμενο, δια του ζεύγματος Ιδιωτικό/Κοινωνικό που τονίζει την αντίθεση του ιδιώτη ως μέρους, με το σύνολο, με το κάθε ένα από αυτά όμως να αποτελεί προϋπόθεση του άλλου.
Η κοινωνική επαφή των ατόμων υπό την ιδιότητά τους ως παραγωγών, πραγματοποιείται στον καπιταλισμό, αποκλειστικά δια της ανταλλαγής των προϊόντων της εργασίας τους. Η ανταλλαγή συνιστά το αναγκαστικό πλαίσιο εντός του οποίου εμφανίζονται τα ειδικά κοινωνικά χαρακτηριστικά των ιδιωτικών τους εργασιών. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ιδιωτικές εργασίες είναι συνιστώσες της συνολικής εργασίας της κοινωνίας επειδή η ανταλλαγή δημιουργεί μια σχέση ανάμεσα στα προϊόντα της εργασίας και μέσω αυτής ανάμεσα στους παραγωγούς. Με άλλα λόγια η ανταλλαγή σχετίζει τα προϊόντα και δια αυτής σχετίζονται και οι παραγωγοί. Η αντιδιαστολή αυτή τη φορά αφορά το ζεύγμα: Πρόσωπα/Πράγματα, δίνοντας προτεραιότητα στη σχέση αντικειμένων της οποίας αποτέλεσμα είναι η σχέση των ανθρώπων αφού αυτό που συγκροτεί τους κοινωνικούς δεσμούς είναι η ανταλλαγή. Ο Μαρξ ως αυτό το σημείο αρθρώνει ένα επιχείρημα με μια σειρά από αναλυτικά βημάτα: εμπόρευμα, ανταλλαγή, σχέση προϊόντων, σχέση παραγωγών, σχέση διαφορετικών ιδιωτικών εργασιών.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, στις παραστάσεις των δρώντων υποκειμένων οι κοινωνικές σχέσεις των ιδιωτικών εργασιών τους εμφανίζονται ως αυτό που πράγματι είναι: κοινωνικές σχέσεις πραγμάτων ή εμπράγματες σχέσεις προσώπων, και όχι άμεσες κοινωνικές σχέσεις ατόμων στις δουλειές τους. Σε αυτό το σχήμα τα φαινόμενα δεν απατούν. Η αντιστροφή στηρίζεται σε αυτό που συμβαίνει πραγματικά: οι παραγωγοί συμπεριφέρονται αμοιβαία, όχι υπό το πρίσμα της συνεργασίας, αλλά σαν η σχέση τους να είναι σχέση πραγμάτων, όπως όμως πράγματι είναι. Η εμφάνιση του δίπολου Φαινόμενο/Ουσία, έρχεται εδώ να καταστήσει αντικείμενο το ποιες είναι οι παραστάσεις των δρώντων, τοποθετώντας έτσι την ιδεολογία στη σφαίρα παραγωγής. Το «τι λέγεται» και η έλλειψη απόστασης είναι εδώ η ισχυρή πηγή γνώσης. Η ιδεολογία που προσδιορίζεται εδώ είναι ρεαλιστική, ενώ ο μυστικισμός βρίσκεται μέσα στα ίδια τα πράγματα. Από τη σκοπιά των παραγωγών ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας φαίνεται ως αυτό που είναι και όχι ως συνεργασία. Τα πρόσωπα δεν συνεργάζονται παρά μόνο όπως προκύπτει από την ανταλλαγή. Οι παραγωγοί λόγω θέσης βλέπουν όμως μόνο αυτή την όψη ενώ τους αποκρύπτεται το κοινωνικό πλαίσιο, αφού η διαδικασία δεν τους δίνει τη δυνατότητα της αποστασιοποίησης που σε ένα άλλο επίπεδο θα επέτρεπε όλα αυτά να γίνουν αντικείμενο κριτικής.
Παρά τη διαφορετική αξία χρήσης τους, η ανταλλαγή εξομοιώνει τα προϊόντα δια της κοινωνικά αξιακής αντικειμενικότητάς τους. Το σημείο από το οποίο και μετά, η ανταλλαγή επικρατεί και ο καπιταλισμός γενικεύεται κατά τρόπο ώστε να παράγονται ωφέλιμα πράγματα με σκοπό της ανταλλαγή, σηματοδοτεί τη διάσπαση τόσο του προϊόντος της εργασίας σε πράγμα ωφέλιμο και πράγμα με αξία, όσο και του ίδιου του κοινωνικού χαρακτήρα των ιδιωτικών εργασιών σε εργασία χρήσιμη και εργασία παράγουσα ανταλλάξιμα προϊόντα.
Οι ιδιωτικές εργασίες είναι εφεξής υποχρεωμένες να επιβεβαιώνουν την ωφελιμότητά τους ως συνιστώσες της συνολικής εργασίας ικανοποιώντας μια συγκεκριμένη κοινωνική ανάγκη. Ταυτόχρονα ικανοποιούν την ποικιλία των αναγκών των ίδιων των παραγωγών τους, μόνο υπό την προϋπόθεση της ανταλλαξιμότητάς τους με οποιαδήποτε άλλη ωφέλιμη εργασία εξομοιώνοντάς τις στην πράξη. Επομένως η ομοιότητα διαφορετικών εργασιών προκύπτει σε ένα επίπεδο αφαίρεσης από την πραγματική τους ανομοιότητα, με την αναγωγή τους σε αφηρημένη ανθρώπινη εργασία.
Στην πρόσληψη των ίδιων των παραγωγών, αυτός ο διπλός κοινωνικός χαρακτήρας των ιδιωτικών τους εργασιών εμφανίζεται στην ανταλλαγή των προϊόντων ως κοινωνικά ωφέλιμος χαρακτήρας τους, με το ίδιο το προϊόν να πρέπει να είναι ωφέλιμο για άλλους. Έτσι το κοινωνικό χαρακτηριστικό προκύπτει από τη χρησιμότητα στους άλλους, συνεπώς όχι από την αξία χρήσης αλλά από την ανταλλακτική αξία και αυτός είναι ένας κυνισμός ορατός από τους παραγωγούς αφού αυτή, και όχι η κοινωνικότητα, είναι η πλευρά που αντανακλάται στις παραστάσεις τους.
Επομένως δεν πρόκειται για μια συσχέτιση προϊόντων ως περιβλήματα ομοειδούς ανθρώπινης εργασίας. Αντίθετα κατά την ανταλλαγή διαφορετικών προϊόντων σαν αξίες, διαφορετικές εργασίες εξομοιώνονται μεταξύ τους σαν ανθρώπινη εργασία και αυτό είναι κάτι που οι άνθρωποι κάνουν χωρίς να το συνειδητοποιούν. Πρόκειται για ένα τρόπο πρόσληψης της αξίας που επιτρέπει να διακρίνουμε ότι είναι αυτή που μετατρέπει κάθε προϊόν της εργασίας σε κοινωνικό ιερογλυφικό.

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2009

Πρακτικά 9ης Συνάντησης (20.5.2009)

Επιμέλεια: Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος

Βιβλίο Πρώτο
Μέρος Πρώτο: Εμπόρευμα και Χρήμα
Κεφάλαιο Πρώτο: Το Εμπόρευμα
(από «Σχέση εξέλιξης ανάμεσα στη σχετική μορφή της αξίας και στην ισοδύναμη μορφή» έως «Ο φετιχικός χαρακτήρας του εμπορεύματος και το μυστικό του», σελ. 81-86 § 2)

Η μορφή του ισοδύναμου προκύπτει από την εξέλιξη της σχετικής μορφής της αξίας - της έκφρασης, δηλαδή, της αξίας ενός εμπορεύματος Α ως αξία χρήσης ενός εμπορεύματος Β. Είναι η απλή σχετική μορφή της αξίας αυτή που προσδίδει στο εμπόρευμα Β χαρακτήρα μεμονωμένου ισοδύναμου (τη μορφή, δηλαδή, στην οποία το Α είναι άμεσα ανταλλάξιμο) και είναι από την περαιτέρω ανάπτυξη της σχετικής μορφής της αξίας απ’όπου ένα εμπόρευμα ξεχωρίζει από τα άλλα και αναδεικνύεται σε γενικό ισοδύναμο. Καθώς, λοιπόν, ο Μαρξ έχει κάνει λόγο εξαρχής για κόσμο των εμπορευμάτων, η δημιουργία αυτού του κόσμου δεν οφείλεται στο ισοδύναμο.
Ο Μαρξ υποδεικνύει την αντίθεση της σχετικής μορφής της αξίας προς τη μορφή ισοδυνάμου. Οι δύο μορφές δε συνδέονται με απλές σχέσεις συμμετρίας, αλλά συγκροτούν ισάριθμους πόλους με διαφορετικές, αναλυτικά, λειτουργίες (όσα χαρακτηριστικά δεν έχει ο ένας, τα έχει ο άλλος). Η αντίθεση περικλείεται στην απλή μορφή της αξίας, χωρίς να μπορεί κατ’αρχάς να καταδειχτεί. Αυτό θα συμβεί όταν θα έχουμε περάσει στην εξέταση της χρηματικής μορφής, έπειτα από τρία στάδια ανάπτυξης της μορφής της αξίας (1ο: απλή σχετική μορφή, 2ο: αναπτυγμένη σχετική μορφή, 3ο:γενική-κοινωνική σχετική μορφή, η οποία αφορά ένα και μόνο εμπόρευμα και από την οποία θα προκύψει η –τέταρτη- χρηματική μορφή).
Το γενικό ισοδύναμο – που αποτελεί μορφή της αξίας - δεν συμμετέχει στη γενική-κοινωνική σχετική μορφή, αφού θα ήταν ισοδύναμο του εαυτού του (20 πήχες πανί=20 πήχες πανί)· συνεπώς την αξία του την εκφράζει η σειρά όλων των άλλων εμπορευμάτων, σε συγκεκριμένη βεβαίως αναλογία.
Ενώ κατά το πέρασμα από την απλή (1η) στην αναπτυγμένη (2η) μορφή της αξίας συντελούνται ουσιαστικές αλλαγές, η μετάβαση από την γενική σχετική μορφή (3η) στη χρηματική μορφή της αξίας (4η) σημαίνει απλά ότι μια κοινωνική συνήθεια συνυφαίνεται με τη φυσική μορφή ενός εμπορεύματος όπως, εν προκειμένω, ο χρυσός –αν και όχι οριστικά, όπως υποστηρίζει ο Μαρξ. Ο χρυσός «ανέβηκε» όλες τις «σκάλες» - από την πρώτη στη δεύτερη και από εκεί στην τρίτη μορφή της αξίας – ώσπου να φτάσει να γίνει χρηματεμπόρευμα· το «κατέβασμα» των ίδιων «σκαλιών» μας δείχνει ότι στον πυρήνα της χρηματικής μορφής βρίσκεται η απλή μορφή του εμπορεύματος.
Η έκφραση της απλής σχετικής αξίας, μέσω ενός εμπορεύματος που έχει αναδειχτεί σε χρηματεμπόρευμα, είναι η μορφή της τιμής. Δεδομένου ότι στην εποχή του Μαρξ δεν υπήρχε ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα ανεπτυγμένο στο βαθμό που γνωρίζουμε σήμερα, ο ίδιος δεν ήταν δυνατό να αντιληφθεί ότι το χρηματεμπόρευμα δεν είναι αναγκαία προϋπόθεση για την ανταλλαγή είτε στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς είτε στο διεθνές εμπόριο.

Ενώ ένα κοινό αισθητό πράγμα, θεωρούμενο ως αξία χρήσης ή προϊόν ανθρώπινης εργασίας, δεν έχει τίποτα το μυστηριώδες (δεν αντλεί, δηλαδή, τον «μυστικιστικό» του χαρακτήρα από τους αξιακούς προσδιορισμούς του), αφ’ ης στιγμής εμφανιστεί ως εμπόρευμα, «στέκεται στο κεφάλι» (παραλλαγή του μαρξικού αφορισμού για την εγελιανή φιλοσοφία). Είναι, λοιπόν, η ίδια η μορφή του εμπορεύματος, η ανταλλακτική αξία, που προσδίδει στο εμπόρευμα το «μυστικό» του, εμφανιζόμενη ως φυσική ιδιότητα, ενώ δεν είναι. Μέσω αυτής, η ομοιότητα των ανθρώπινων εργασιών παίρνει την μορφή της αξιακής αντικειμενικότητας των προϊόντων της αξίας, ο χρόνος εργασίας την μορφή της αξίας των προϊόντων εργασίας και οι σχέσεις μεταξύ παραγωγών την μορφή μιας κοινωνικής σχέσης των προϊόντων της εργασίας, «την φαντασμαγορική
[1] μορφή μιας σχέσης ανάμεσα σε πράγματα». Στο πλαίσιο αυτό, η σχέση των παραγωγών με τη συνολική εργασία που παράγει εμπορεύματα (με το σύνολο, δηλαδή, των ατομικών εργασιών) φαίνεται ως εξωτερική σχέση, για την κατανόηση της οποίας, ο Μαρξ προσφεύγει στο θρησκευτικό κόσμο: είναι εκεί που τα δημιουργήματα του ανθρώπινου νου μοιάζουν σα να έχουν δική τους ζωή, σχέσεις μεταξύ τους και με τους άλλους ανθρώπους - όπως συμβαίνει με τα δημιουργήματα του ανθρώπινου χεριού, αφ’ ης στιγμής εμφανιστούν ως εμπορεύματα στον κόσμο των εμπορευμάτων (φετιχισμός).


[1] Φαντασμαγορία [φάντασμα + αγορεύω, αρχική σημ. προβολή φανταστικών εικόνων] η δημιουργία φανταστικών παραστάσεων με οπτικά τεχνάσματα (θεατρ.) σκηνική δημιουργία όπου κυριαρχεί το φανταστικό και θεαματικό στοιχείο (μτφ.) καθετί το εντυπωσιακά θεαματικό (Ελληνικό Λεξικό Τεγόπουλος-Φυτράκης, 1993)

Πρακτικά 8ης συνάντησης (18.05.09)

Σελ. 75- 81 «Το προϊόν της εργασίας…….ειδικό κοινωνικό χαρακτήρα της»
Επιμέλεια : Ευγενία Καββαδία – Δανάη Τσελέντη


Ο Μαρξ προσδιορίζει με τον όρο εποχή την ιστορική θέση του καπιταλισμού ως κοινωνικά κυρίαρχου τρόπου παραγωγής. Υπό το πρίσμα της παραπάνω ιστορικής λογικής, η καπιταλιστικώς δαπανηθείσα εργασία αποτελεί «αντικειμενοποιημένη» (gegenstaendliche) ιδιότητα των εμπορευμάτων, υπό την έννοια ότι δεν πρόκειται για μια αντικειμενική ιδιότητα που προκύπτει από το πράγμα αυτό καθ’ εαυτό (Ding), αλλά αποτελεί μια κοινωνική σύμβαση που προσκτά τη σταθερότητα χαρακτηριστικού του πράγματος, συνιστώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη συμπτυγμένη κοινωνική «ουσία» των εμπορευμάτων.
Προχωρώντας την επιχειρηματολογία του με σκοπό την αποκρυπτογράφηση της χρηματικής μορφής, ο Μαρξ προβαίνει με σχετική ευκολία σε μια αναλυτική μετάβαση από τα εμπορεύματα στους κατόχους τους.
Τα είδη της συγκεκριμένης εργασίας προσλαμβάνουν τον κοινωνικό τους χαρακτήρα μέσω της μορφής εμφάνισης του αντιθέτου τους, δηλαδή της αφηρημένης εργασίας.
Χρησιμοποιώντας το ενδιάμεσο νοητικό σχήμα της ολικής ή αναπτυγμένης μορφής της αξίας, που μπορεί να ειδωθεί ως μια ατέρμονη σειρά απλών και άμεσα ανταλλάξιμων αξιακών μορφών, ο Μαρξ μεταβαίνει στη γενική μορφή της αξίας, η οποία συνίσταται στην ύπαρξη ενός και μόνο ισοδύναμου, στο οποίο αναφέρονται αποκλειστικά όλα τ’ άλλα εμπορεύματα.
Η ανάδειξη του γενικού ισοδύναμου ως μετρητή της αξίας συντελείται στη βάση της αποκοπής του από τον κόσμο των εμπορευμάτων[1]. Το γενικό ισοδύναμο δεν είναι ανταλλάξιμο ούτε μετρήσιμο με τίποτα , παρά μόνο με τον εαυτό του. Τοποθετείται στη δεξιά πλευρά της εξίσωσης και καθιστά δυνατή την ανταλλαγή των εμπορευμάτων.
Επιχειρώντας την περαιτέρω αποσαφήνιση της αντίθεσης ανάμεσα στο γενικό και το ειδικό, ο Μαρξ χρησιμοποιεί το διαλεκτικό ζεύγος «γενικός ανθρώπινος χαρακτήρας» της εργασίας και «ειδικός κοινωνικός χαρακτήρας».
Ο Μαρξ δεν προτίθεται να αναπτύξει μια θεωρία περί τιμών, ωστόσο εξηγώντας το μηχανισμό του προσδιορισμού των αξιών από τον οποίο εξαρτώνται εν τέλει και οι τιμές, καταδεικνύει το σχεσιακό τους χαρακτήρα. Οι υπόλοιποι προσδιοριστικοί παράγοντες τοποθετούνται στο επίπεδο της αγοράς και επομένως δεν καθίσταται δυνατός ο ακριβής καθορισμός τους.
[1] Είναι χαρακτηριστική η χρήση θεατρικών αναφορών στον κόσμο των εμπορευμάτων που προσλαμβάνουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά και επιτελούν ρόλους.

Πρακτικά 7ης συνάντησης (11.05.09)

σσ. 72-75 (Χρησιμεύοντας όμως αυτή... στην αξία που περικλείεται σ’ αυτό)
Επιμέλεια: Ορέστης Κωνσταντάς, Ορέστης Παπαντωνίου.


> Η ισοδύναμη μορφή (σ.72)
Η τρίτη ιδιομορφία της ισοδύναμης μορφής συνίσταται στο ότι η ιδιωτική εργασία εμφανίζεται ως εργασία με άμεσα κοινωνική μορφή, ως δηλαδή το αντίθετό της. Μέσω της εξομοίωσης αυτής πραγματοποιείται η εκμετάλλευση των κοινωνικών χαρακτηριστικών της εργασίας.

>Αναφορά στον Αριστοτέλη (σ.73)
Προκειμένου να αποσαφηνίσει τα χαρακτηριστικά της δεύτερης και τρίτης ιδιομορφίας ανατρέχει στον Αριστοτέλη. Αποδέχεται την αριστοτελική κατανόηση του χρήματος, ως ‘παραπέρα αναπτυγμένη μορφή της απλής μορφής της αξίας’, αντίθετα με τις εννοιολογήσεις των συγχρόνων του. Η συνεισφορά του Αριστοτέλη στην προβληματική που εξετάζει εδώ ο Μαρξ, συνίσταται στην διαπίστωση και διατύπωση της εγγενούς αντίφασης της ανταλλαγής. Ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει μεν ότι η συμμετρία είναι η προϋπόθεση της ισότητας κατά την ανταλλαγή, αγνοεί όμως τον τρόπο που εξισώνονται ποιοτικά ανόμοια πράγματα.
Η ιδεολογική κριτική του Μαρξ στον Αριστοτέλη ξεκινά από αυτό το αδιέξοδο, το οποίο ξεπερνιέται με την προσθήκη της απλής ανθρώπινης εργασίας στο αριστοτελικό σχήμα. Μέσω αυτής πραγματοποιείται η εξίσωση ποιοτικά διαφορετικών πραγμάτων. Τυπικό χαρακτηριστικό στην κριτική ανάγνωση του Μαρξ αποτελεί η αναγνώριση των ιστορικών προϋποθέσεων ανάδειξης των αναλυτικών εννοιών. Η φύση της εργασίας των δούλων κατά την εποχή που γράφει ο Αριστοτέλης πιστοποιεί τον ιστορικό φραγμό της σκέψης του, και είναι, κατά τον Μαρξ, ο ιστορικά ανασυγκροτήσιμος λόγος των ελλείψεων του Αριστοτέλη. Μόνο κατά την εποχή του Μαρξ, όπου η ισότητα μεταξύ των ανθρώπων, ως κάτοχοι εμπορευμάτων, έχει εμπεδωθεί, είναι δυνατόν να αποκρυπτογραφηθεί το μυστήριο της έκφρασης της αξίας.

> Το όλον της απλής μορφής της αξίας (σ.74)
Στο απόσπασμα αυτό επανεπεξεργάζεται τον διφυή χαρακτήρα του εμπορεύματος. Αναγνωρίζοντας τη λογική προτεραιότητα της αξίας χρήσης οδηγείται στο να συμπεράνει την αντιθετικότητά της με την αξία, αντίθεση εσωτερική του εμπορεύματος, που εξωτερικεύεται στη σχέση ανάμεσα στο εμπόρευμα που εκφράζει την αξία χρήσης του, και ενός άλλου μέσω του οποίου εκφράζεται η ανταλλακτική του αξία.

Πρακτικά 6ης συνάντησης (04.05.09)

σ.67-72
Αντώνης Σερέπας, Χρίστος Κωτσάκος

Ποσοτικός καθορισμός της σχετικής μορφής της αξίας (σ.67)
Ο Μαρξ προσπαθεί να καλύψει όλες τις πιθανές περιπτώσεις σχέσεων του ενός εμπορεύματος με το άλλο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η παρατήρηση του Μαρξ περί πτώσης της αξίας των εμπορευμάτων με την αύξηση της παραγωγικότητας κι ενώ η ποσότητα της παραγωγής παραμένει η ίδια. Οι αξίες μπορούν να ανεβαίνουν ή να πέφτουν, ενώ η σχετική αξία να παραμένει αμετάβλητη. Η πραγματική αξία των εμπορευμάτων εντοπίζεται μόνο στην ποσότητα του αναγκαίου χρόνου για την παραγωγή τους.
Η ισοδύναμη μορφή (σ. 69)
Ο όρος αξιακή οντότητα που χρησιμοποιεί ο μεταφραστής, είναι το αξιακό είναι. Στη σχέση-εξίσωση σακάκι /πανί, η πλευρά σακάκι υπάρχει ως αξία χρήσης. Ως αξία χρήσης είναι το αντίστοιχο του υφάσματος
Η πρώτη ιδιομορφία στην εξέταση της ισοδύναμης μορφής έγκειται στο ότι η αξία χρήσης γίνεται μορφή εμφάνισης του αντίθετού της, της αξίας. Υπάρχει εμμενής αντίθεση μεταξύ των μορφών εμφάνισης των πραγμάτων. Κάτι εμφανίζεται ως μορφή έκφρασης του αντιθέτου του. Η ιδιοτροπία της μορφής του ισοδυνάμου είναι ότι είναι μια αξία χρήσης που έρχεται να αντιστοιχηθεί με μια ανταλλακτική αξία. Επίσης και άλλα εξαιρετικά κρίσιμα στοιχεία της ανάλυσης παρουσιάζονται ως ιδιομορφίες.
Η φυσική μορφή του εμπορεύματος αναφέρεται στην υλικότητά του, στις ανάγκες που καλύπτει.
Είναι πολύ χαρακτηριστικός ο τρόπος πραγμάτευσης του σχεσιακού χαρακτήρα των αντικειμένων , το πώς κάτι υπάρχει μόνο σε μια σχέση με κάτι άλλο.
Μέσω αναφορών στις φυσικές επιστήμες (πχ βαρύτητα) τεκμηριώνεται η εισαγωγή εννοιών (αξία) που δεν προσδιορίζονται βάσει εμπειρικών δεδομένων. Όπως όλα τα πράγματα έχουν βαρύτητα, έτσι και τα εμπορεύματα έχουν αξία. Η αναλογία με τις φυσικές επιστήμες τελειώνει στο σημείο που υπεισέρχεται το κοινωνικό στοιχείο. Η αξία είναι υπερ-φυσική μορφή του εμπορεύματος.
Οι σχέσεις ιδιότητας των πραγμάτων υπάρχουν από τη φύση τους και εκδηλώνονται στη σχέση τους με άλλα πράγματα. Γι αυτό φαίνεται και σαν οι κοινωνικές ιδιότητες των πραγμάτων να είναι φυσικές τους ιδιότητες. Το σακάκι φαίνεται να έχει από τη φύση του την ιδιότητα της ανταλλαξιμότητας πρόσθετη από τις άλλες, φυσικές του ιδιότητες.
Αναφορικά με την έκφραση του Μαρξ «...χτυπάει στο μάτι του χοντροκομμένου αστού οικονομολόγου..» (σ. 71-72), το χοντροκομμένο αναφέρεται στο αστικό, δηλαδή στην κριτική την οποία ασκεί ο Μαρξ στον τρόπο με τον οποίο συγκροτούνται οι παραστάσεις στην αστική κοινωνία. Εδώ είναι η ματιά της αστικής πολιτικής οικονομίας. Η αστική πολιτική οικονομία αδυνατεί να εξηγήσει την ύπαρξη του χρήματος λογικά μέσα από τη διαδικασία της ανταλλαγής.
Εντός του ίδιου εμπορεύματος υπάρχει ένα ζεύγος συγκεκριμένης και αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας. Η συγκεκριμένη εργασία (ραφτική στο κείμενο) μετατρέπεται, γίνεται έκφραση αφηρημένης εργασίας. Έτσι είναι δυνατό να εκφράσουμε κάτι σε αυτή τη μορφή του ισοδυνάμου. Πρόκειται για μια ιδιομορφία της συγκεκριμένης αυτής μορφής, η οποία κάνει τα πράγματα να εμφανίζονται ως το αντίθετό τους. Οι σχέσεις είναι τέτοιες στο επίπεδο της διατύπωσης των αξιακών μορφών, που εμφανίζουν τα πράγματα στο αντίθετο απ’ ότι είναι.
Η έννοια που θα χρειαστεί να εισάγει αργότερα, η εργασιακή δύναμη για να εξηγήσει το πώς εξάγεται η υπεραξία, χρησιμοποιείται ήδη εδώ ως απαραίτητος όρος για την αποσαφήνιση της διαφοράς μεταξύ μορφών εργασίας. Πίσω από τις δύο μορφές εργασίας, υπάρχει εργασιακή δύναμη. Το ξόδεμα ανθρώπινης εργασιακής δύναμης εξομοιώνει διαφορετικές εργασίες. Από τις συγκεκριμένες εργασίες πηγαίνουμε πίσω στο κοινό τους στοιχείο που είναι η κατανάλωση εργασιακής δύναμης, επομένως στον αφηρημένο χαρακτήρα της ανθρώπινης εργασίας και για αυτό μπορούμε να τις συγκρίνουμε.




Πρακτικά 5ης συνάντησης (27.04.09)

Σελ. 63-67 : «α) Περιεχόμενο της σχετικής μορφής της αξίας»
Επιμέλεια : Δημήτρης Ταλαίπωρος – Μάγδα Φυτιλή


Ο Μαρξ εισάγει το σχήμα της «απλής μεμονωμένης ή τυχαίας μορφής της αξίας», στο οποίο φαινομενικώς μια ποσότητα εμπορεύματος ανταλλάσσεται με μια διαφορετική ποσότητα ενός άλλου εμπορεύματος (20 πήχες πανί=1 σακάκι). Στην πραγματικότητα όμως, μόνο ύστερα από την αναγωγή τους στην ίδια μονάδα είναι ομώνυμα κι επομένως σύμμετρα μεγέθη.
Με την 17η υποσημείωση ο Μαρξ ασκεί κριτική στους κλασικούς οικονομολόγους, υποστηρίζοντας ότι μπερδεύουν την μορφή της αξίας με την αξία και ότι ρίχνουν το βάρος αποκλειστικά στον ποσοτικό καθορισμό.
Παρακάτω ο Μαρξ αλλάζει τον τρόπο επιχειρηματολογίας, θέτοντας αυτά τα ποιοτικά ασύμμετρα μεγέθη, συγκρίσιμα ως προς την αξία. Δηλαδή η αξία του υφάσματος εκφράζεται σε σακάκι, αφαιρώντας από το ίδιο το σακάκι την αξία χρήσης του, μετατρέποντας το σε πράγμα αξίας. Πλέον είναι αξιόπραγμα [1](Wertding), μονάδα μέτρησης της αξίας, δηλαδή «χρήμα». Για να ενισχύσει επιστημολογικά το σχήμα του, ο Μαρξ χρησιμοποιεί το παράδειγμα της χημείας[2]. Έτσι, το βουτυρικό οξύ σε αυτή τη σχέση αντικαθιστά το πανί και το ισοβουτυρικό οξύ το σακάκι.[3]
Η αφαίρεση των ιδιοτήτων που κάνουν το σώμα χρήσιμο συνεπάγεται και την αφαίρεση των συγκεκριμένων μορφών εργασίας που προσέδωσαν τις χρήσιμες ιδιότητες. Αυτό που απομένει, είναι η αφηρημένη ανθρώπινη εργασία. Με αυτό τον τρόπο η εργασία που περιέχεται μέσα στο σακάκι (η ραφτική), εξισώνεται με την εργασία που περιέχεται μέσα στο πανί (υφαντική).
Η ανθρώπινη εργασία δεν είναι αξία, γίνεται αξία όταν αντικειμενοποιηθεί. Η αξία του πανιού ως αποτέλεσμα ανθρώπινης εργασίας διαφέρει σαν πράγμα από το ίδιο το πανί. Ο Μαρξ λύνει το πρόβλημα της σύγκρισης της ουσίας της αξίας, εξομοιώνοντας με βάση την εργασία. Η δαπάνη ανθρώπινης εργασίας γενικά ή ο εν γένει χρόνος εργασίας είναι η «αιτία» της αξίας και το μέγεθος της αξίας των εμπορευμάτων ρυθμίζεται από αυτή και εκδηλώνεται στη σχέση ανταλλαγής ενός εμπορεύματος με όλα τα άλλα εμπορεύματα.[4] Μέσα στην αξιακή σχέση δυο εμπορευμάτων Α και Β, στην οποία το Β αποτελεί το ισοδύναμο του Α, η μορφή του Β ισχύει λοιπόν σαν αξιακή μορφή. Έτσι η αξία του εμπορεύματος Α , εκφρασμένη με την αξία χρήσης του εμπορεύματος Β, παίρνει τη μορφή της σχετικής αξίας.
[1]Δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στη λέξη πράγμα. Παίζει με μια υπαρκτή λέξη (πράγμα) και με μια που κατασκευάζει (αξιόπραγμα). Με αυτό τον τρόπο συνδέεται η αξία με ένα απλό πράγμα.
[2] Ο Μαρξ δανείζεται από τη Χημεία, το παραδειγματικό καθεστώς επιστήμης εκείνης της εποχής, την έννοια της ουσίας και του μοντέλου.
[3] Το βουτυρικό οξύ διαφέρει σαν σώμα από το ισοβουτυρικό οξύ, ωστόσο αν τα αναλύσουμε είναι ίδια ως προς τις χημικές τους ουσίες.
[4] Ο Μαρξ δεν ασχολείται ιδιαίτερα με την τιμή, αυτό που κυρίως τον ενδιαφέρει είναι η παρουσίαση της εκμετάλλευσης στην αστική κοινωνία.

Πρακτικά 4ης συνάντησης (06.04.09)

Για να δείτε στο κανονικό μέγεθος κάντε κλίκ πάνω στο σκαναρισμένο κείμενο.